- τετραετηρίς
- τετρα-ετηρίς, ίδος, ἡ, sc. ἑορτή, ein vierjähriges, nur alle vier Jahre wiederkehrendes und gefeiertes Fest, wie die olympischen Spiele; übh. ein Zeitraum von vier Jahren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετραετηρίς — a quadrennial festival fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραετηρίδα — τετραετηρίς a quadrennial festival fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραετηρίδας — τετραετηρίς a quadrennial festival fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραετηρίδες — τετραετηρίς a quadrennial festival fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραετηρίδος — τετραετηρίς a quadrennial festival fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραετηρίδων — τετραετηρίς a quadrennial festival fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραετηρίσιν — τετραετηρίς a quadrennial festival fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετροετηρίς — ίδος, ἡ, Α (θεσσαλ. τ.) βλ. τετραετηρίς … Dictionary of Greek
τετραετηρίδα — η / τετραετηρίς, ίδος, ΝΑ, και βοιωτ. τ. πετροετηρίς, ίδος, Α [τετραέτηρος] χρονική περίοδος τεσσάρων ετών, τετραετία νεοελλ. συμπλήρωση τεσσάρων ετών από αξιόλογο γεγονός, τέταρτη επέτειος αρχ. εορτή που τελείται κάθε τέταρτο έτος … Dictionary of Greek
τετραετηρικός — ή, ό / τετραετηρικός, ή, όν, ΝΜΑ [τετραετηρίς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τετραετηρίδα ή αυτός που συμβαίνει κάθε τέταρτο έτος μσν. αυτός που διαρκεί μια τετραετία («τετραετηρικὸς χρόνος» η τετραετία, Γεώργ. Σύγκ.) … Dictionary of Greek